- κρώπιον
- κρώπιον και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α)1. δρέπανο2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < *κρώψ- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα *(s)krō-p- τής ΙΕ ρίζας *(s)kre-p-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -ρ-) μορφή τής ρίζας *(s)kre- «κόβω». (Πρόκειται για παράλληλη μορφή τής ρίζας *(s)ker-, πρβλ. καρπός (Ι), σκέπαρνος, σκορπίος). Το επίθημα -ιον τής λ. κρώπ-ιον δηλώνει εργαλείο (πρβλ. ακόντ-ιον, λυχν-ίον, χαλκ-ίον). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. kŗpāna- «ξίφος», μέσ. ιρλδ. corran «δρέπανο», λιθουαν. kerpu, kirpti «κόβω» και λατ. carpō «δρέπω καρπούς, καρπολογώ»].
Dictionary of Greek. 2013.